ενώμοτος

ενώμοτος
ἐνώμοτος, -ον (AM)
1. ο δεμένος με όρκο, ορκισμένος («τοὺς δὲ ἥκειν μάρτυρας ἐπαγομένους ἑνωμότους», Λουκιαν.)
2. επικυρωμένος, βεβαιωμένος με όρκο («ἐνώμοτος συνθήκη»)
3. το αρσ. ως ουσ. ὁ ἐνώμοτος
ο συνωμότης.
επίρρ...
ἐνωμότως
ενόρκως, με όρκο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἐνώμοτος — bound by oath masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνωμότως — ἐνώμοτος bound by oath adverbial ἐνώμοτος bound by oath masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνώμοτον — ἐνώμοτος bound by oath masc/fem acc sg ἐνώμοτος bound by oath neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνωμότοις — ἐνώμοτος bound by oath masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνωμότου — ἐνώμοτος bound by oath masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνωμότους — ἐνώμοτος bound by oath masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνωμότῳ — ἐνώμοτος bound by oath masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ενωμοτία — η (Α ἐνωμοτία) [ενώμοτος] νεοελλ. ομάδα 10 12 ανδρών πεζικού ή ιππικού που διοικούνταν από δεκανέα αρχ. 1. ομάδα ορκισμένων στρατιωτών 2. (ειδ.) στρατιωτική υποδιαίρεση στην αρχαία Σπάρτη 3. υποδιαίρεση πεντηκοστύος* 4. στρατιωτική υποδιαίρεση 26 …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”